εξαγορασμός

εξαγορασμός
ο [εξαγοράζω]
1. αγορά στο ακέραιο
2. δωροδοκία
3. απαλλαγή από τα επακόλουθα μιας πράξης με ανταλλάγματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξαγορασμός — ο η εξαγορά (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξαγορασμός — ο (Μ ξαγορασμός) βλ. εξαγορασμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”